ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία των Οινουσσών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την στρατηγική γεωγραφική τους θέση και φυσικά με τη θάλασσα.
Το 1566 οι Οινούσσες καταλαμβάνονται μαζί με τη Χίο από τον Οθωμανό ναύαρχο Piyale πασά, ο οποίος χάρισε το νησί σαν λάβαρο στον αξιωματικό του Parmaksız πασά, του οποίου οι κληρονόμοι τις αφιέρωσαν σε θρησκευτικό μουσουλμανικό ίδρυμα (βακούφι).
Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί για να επιστρέψουν μετά το 1827. Η επιστροφή τους σήμανε και την αρχή της ενασχόλησής τους με τη θάλασσα, με σκοπό να ανταπεξέλθουν στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες της εποχής. Δειλά βήματα αυτής της ανάπτυξης είχαν ήδη γίνει από το 1822 μετά την καταστροφή της Χίου, όταν πολλοί Οινουσσιώτες εγκατέλειψαν το νησί καταφεύγοντας σε απελευθερωμένες περιοχές ερχόμενοι έτσι σε επαφή με τα θαλάσσια επαγγέλματα. Η ενασχόλησή τους αυτή εξελίχθηκε τόσο ώστε προσέδωσε στο νησί τη σπουδαία ναυτική του αξία και το ανέδειξε σε πρωταγωνιστικό παράγοντα στον τομέα της ναυτιλίας.
Ο πρώτος οικισμός δημιουργήθηκε από Καρδαμυλίτες και βοσκούς στο α’ μισό του 18ου αιώνα στη θέση Κάστρο της Οινούσσας, ενώ από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να χτίζονται σπίτια στην ανατολική πλευρά του νησιού, στο Μανδράκι, που έως τότε χρησίμευε απλώς ως λιμάνι για την επικοινωνία με τη Χίο. Οι κάτοικοι ανέπτυξαν στη συνέχεια τον κοινωνικό ιστό του νησιού χτίζοντας εκκλησίες και δημιουργώντας μια οργανωμένη κοινότητα διοικούμενη από εκλεγμένους δημογέροντες. Ο μόνιμος πληθυσμός εκείνη την εποχή ανερχόταν σε 250 περίπου άτομα.
Τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), οπότε και οι ανάγκες του εμπορίου ήταν μεγάλες, θεωρούνται κομβικό σημείο της ανάπτυξης της ναυτιλίας των Οινουσσών. Τότε οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την ιστιοφόρα ναυτιλία.
Το 1864 ανακαινείται ο Άγιος Νικόλαος
Το 1881 οι Οινούσσες δοκιμάστηκαν από τους σεισμούς που έπληξαν σκληρά τη Χίο.
Το Νοέμβριο του 1912, κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, τα νησιά ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, μετά τον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας.
Το 1914, κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, πολλοί Μικρασιάτες, κυρίως από τους οικισμούς της απέναντι Ερυθραίας, εγκαταστάθηκαν στις Οινούσσες μέχρι τον επαναπατρισμό τους το 1918-1919.
Νέο προσφυγικό κύμα δέχτηκε η περιοχή τον Αύγουστο του 1922 μετά την καταστροφή της Σμύρνης, όταν σημαντικός αριθμός προσφύγων από τα μικρασιατικά παράλια εγκαταστάθηκε ξανά στις Οινούσσες. Το ζήτημα της απαλλοτρίωσης ιδιωτικών γαιών υπέρ των προσφύγων ήταν η αιτία να διαταραχθούν οι σχέσεις τους με τους γηγενείς από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Πέρα όμως από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, η παρουσία τους ήταν καταλυτική για την ανάπτυξη του λαϊκού πολιτισμού του νησιού αλλά και για την αποφυγή του μαρασμού και της πληθυσμιακής κάμψης. Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η αύξηση του πληθυσμού σε 2.500 κατοίκους το 1928.
Το Μάιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις Οινούσσες, γεγονός που προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στον επισιτισμό του νησιού, όπως συνέβη και στη Χίο. Οι συνθήκες βελτιώθηκαν αργότερα με τη φροντίδα εύπορων Οινουσσίων που διέμεναν στην Αθήνα. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, οι Οινούσσες αποτέλεσαν σταθμό στη διαπεραίωση Ελλήνων και Άγγλων στον Τσεσμέ και από εκεί στη Μέση Ανατολή.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και κατά τις προηγούμενες πολεμικές αναμετρήσεις, πολλοί Οινουσσιώτες ναυτικοί χάθηκαν σε επιχειρήσεις στη θάλασσα. Συνολικά ο αριθμός των Οινουσσιωτών που πνίγηκαν σε ναυάγια ιστιοφόρων και ατμόπλοιων από τα μέσα του 19ου έως και τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν δυσανάλογα μεγάλος ως προς τον πληθυσμό του νησιού. Απόδειξη του πλήγματος που δέχτηκε την περίοδο εκείνη το νησί είναι το μνημείο του “Αφανή Ναύτη” που στήθηκε το 1952 στις Οινούσσες και αποτέλεσε το πρώτο στην Ελλάδα.
Μετά την Απελευθέρωση σημειώθηκε μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αττική προς αναζήτηση εργασίας. Εκείνη την εποχή σηματοδοτείται το άνοιγμα ναυτιλιακών γραφείων και επιχειρήσεων από Οινούσσιους πλοιοκτήτες. Το κύμα φυγής επέτειναν οι σεισμοί του 1949.
Το 1954 ιδρύθηκε Ναυτικό Γυμνάσιο στο νησί, το οποίο συνέβαλε στην διατήρηση του πληθυσμού και ανέκοψε την μέχρι τότε κάμψη. Σήμερα η ύπαρξη της Ναυτικής Σχολής και οι προσπάθειες που γίνονται από διάφορους φορείς για την ανάπτυξη του νησιού στοχεύουν στη συνέχιση της μεγάλης ναυτικής παράδοσης, διατηρώντας ζωντανές τις ελπίδες για αποφυγή ερήμωσής του.